4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Lancia Integrale 16V - Mitsubishi Lancer EvoVI Tommi Makinen Edition - Renault Clio Sport -Peugeot 306 GTi - Subaru Impreza GT

Γιατί έτσι μας αρέσει...

Καλά τα Datron και τα Peiseler, τα 0-100, οι ρεπρίζ, τα Μέγαρα και οι τηλεμετρίες, αλλά
μερικές φορές πρέπει να ξεφεύγεις και να θυμάσαι ότι, όταν το ζητούμενο είναι η οδηγική
απόλαυση, η αίσθηση είναι τελικά πιο σημαντική από την ψυχρή αντικειμενικότητα.
Γιορτάζουμε την είσοδο του καλοκαιριού διαλέγοντας πέντε αυτοκίνητα που μιλούν στο
συναίσθημα και ακολουθούμε τις αγαπημένες μας διαδρομές για ένα διήμερο στα ελληνικά
βουνά, έτσι απλά, χωρίς χρονόμετρα και όργανα?

ΚAΘE XΩPA έχει τα καλά της και τα κακά της, και ο καθένας μπορεί να ζυγίσει τις δύο
πλευρές και να βγάλει το θετικό ή αρνητικό ισοζύγιο ανάλογα με τις προτεραιότητές του.
Στη χώρα μας, οι φίλοι της αυτοκίνησης μπορούν να παραπονεθούν για την έλλειψη
αυτοκινητοβιομηχανίας, για την κακή ποιότητα της ασφάλτου, για τα «εχθρικά» τεκμήρια και
την υψηλή φορολογία ή για την ελάχιστη υποδομή σε επίπεδο μηχανοκίνητου αθλητισμού.
Απέναντι σε όλα αυτά, όμως, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι έχουμε ένα προνόμιο πολύ
σημαντικό, και ίσως μοναδικό σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη: ακόμα και από το κέντρο της
πιο μεγάλης πόλης της Ελλάδας, σε λιγότερο από μία ώρα μπορεί κανείς να βρει ανοιχτό
δρόμο και να πατήσει τέρμα το γκάζι, ενώ σε άλλη μία ώρα δρόμου, μπορεί να βρεθεί στα
ελληνικά βουνά, μακριά από την κυκλοφορία, και σε όμορφους φιδωτούς δρόμους, όπου μπορείς
να απολαύσεις και να ευχαριστηθείς ένα καλό, γρήγορο αυτοκίνητο. Αφορμή για τη δική μας
δραπέτευση από την καθημερινότητα, η άφιξη του «απόλυτου» τετράπορτου σεντάν, του
Μιτσουμπίσι Λάνσερ EVO VI των 280 ίππων, στην ειδική έκδοση που φέρει το όνομα τού τρεις
φορές Παγκόσμιου Πρωταθλητή Ράλι, Τόμι Μάκινεν. Παρόμοιο σε τεχνικές προδιαγραφές με το
EVO VI που είχαμε οδηγήσει πριν από μερικούς μήνες, αλλά σαφώς πιο επιθετικό, βαμμένο στο
κόκκινο φωτεινό χρώμα που θυμίζει το «αληθινό», και θα ήταν πραγματικά κρίμα ένα τέτοιο
αυτοκίνητο να περάσει μόνο από τη ρουτίνα «σπίτι-γραφείο-Θήβα-Μέγαρα». Για το γύρο της
τεχνητής λίμνης του Μόρνου και τη διανυκτέρευση στο Γαλαξίδι, φροντίσαμε να συμπληρώσουμε
και με καλή παρέα: το γνωστό μας Σουμπαρού Ιμπρέζα GT με τον υπερτροφοδοτούμενο κινητήρα
των 218 ίππων, το αγαπημένο μας τετρακίνητο σεντάν ευρείας παραγωγής (εξαιρώντας τα
Μιτσουμπίσι και τα Σουμπαρού των 280 ίππων σαν «ειδικές» περιπτώσεις), αλλά και με την
ιστορική πρωτοπόρο της κατηγορίας των τετρακίνητων σπορ αυτοκινήτων ευρείας παραγωγής, τη
Λάντσια Ιντεγκράλε (εξαιρώντας και πάλι το ?ουντι Κουάτρο ως, επίσης, «ειδική»
περίπτωση). Την παρέα συμπληρώνουν οι δύο πιο χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της μπροστινής
κίνησης στη «μεγάλη» κατηγορία των δύο λίτρων: το καινούργιο Ρενό Κλειώ Σπορ με τον
κινητήρα των 172 ίππων, απέναντι στο παλιό, καλό Πεζό 306 GTi με το εξατάχυτο κιβώτιο και
τον κινητήρα των 167 ίππων.

Φύγαμε!
Οι συνεχείς αλλαγές αυτοκινήτων ανάμεσα στους οδηγούς της μικρής ομάδας, αποσυντονίζουν
και μπερδεύουν τη ροή του ταξιδιού, είναι όμως πολύ χρήσιμες για να καταλάβουν άμεσα όλοι
τις διαφορές σε κάθε κομμάτι της διαδρομής. Ξεκινώντας από το κέντρο της πόλης, και μέχρι
να καταφέρουμε να βγούμε στον ανοιχτό δρόμο, το Λάνσερ είναι μάλλον η χειρότερη επιλογή.
Δεν είναι τόσο ο βαρύς και απότομος συμπλέκτης, η έλλειψη συστήματος κλιματισμού και οι
μεγάλες διαστάσεις τού αμαξώματος που ενοχλούν τόσο, όσο ενοχλεί η κραυγαλέα εμφάνιση και
η πλήρης αδυναμία να κινηθείς διακριτικά, έστω και για ένα λεπτό. Το έντονο κόκκινο
χρώμα, η τεράστια αεροτομή και η συνολικά επιθετική εικόνα με τις λευκές ζάντες των 17
ιντσών, μαζί με την επιγραφή «Tommi Makinen Edition» σε κάνουν ένα κινούμενο δημόσιο
θέαμα. Τα «παπάκια» σταματούν δίπλα σου στα φανάρια και κοιτάζουν μέσα με απορία, τα ταξί
φροντίζουν να σε «κλείνουν» ασκώντας κοινωνική δικαιοσύνη, αφού τολμάς να κυκλοφορείς με
ένα τέτοιο αυτοκίνητο την ώρα που αυτοί «βγάζουν το μεροκάματο», ενώ, καλύτερα να μη
διανοηθείς να αλλάξεις λωρίδα χωρίς κενό πενήντα μέτρων εμπρός και πίσω? Οι κόρνες και τα
φώτα είναι εξασφαλισμένα, αφού «ποιος είναι αυτός που μας το παίζει Μάκινεν» είναι η
φυσιολογική αντίδραση.
Βγαίνοντας τελικά από την πόλη, τα πρώτα χιλιόμετρα στην εθνική οδό επιφυλάσσουν τις
πρώτες εκπλήξεις, με πρώτη και μεγαλύτερη για τον οδηγό του Λάνσερ που αμέσως διαπιστώνει
την ύπαρξη ενός ιδιαίτερα απότομου ηλεκτρονικού «κόφτη» που επενεργεί στα 180 χλμ./ώρα
(πραγματικά) και κάνει τον Μάκινεν εύκολη λεία ακόμα και για κορεάτικα 1600άρια! Έκπληξη,
όμως, περιμένει και τον οδηγό της Λάντσια, που ενώ περιμένει κουραστικό ταξίδι με
κραδασμούς και θορύβους, διαπιστώνει ότι το ιταλικό αυτοκίνητο επιταχύνει (χάρη στην
εξαιρετική ροπή στις μεσαίες στροφές) αβίαστα και εύκολα μέχρι τα 200, ενώ μπορεί να
κινείται διαρκώς με 150-160 χλμ./ώρα τόσο άνετα και ξεκούραστα όσο θα περίμενε κανείς από
ένα απλό γρήγορο σεντάν.
Η εθνική οδός, όμως, (χώρος που διακρίνεται και το δίλιτρο Κλειώ Σπορ) δεν είναι το
ζητούμενο στην περίπτωσή μας, οπότε σύντομα φτάνουμε στη διασταύρωση της Θήβας και
στρίβουμε προς Λιβαδειά και Αράχοβα, ακολουθώντας τις μακριές ευθείες και τις γρήγορες
καμπές της παλιάς εθνικής. Στο πρώτο κομμάτι μέχρι τη Λιβαδειά, όπου η τοπική κίνηση
ενισχύεται και από αρκετά φορτηγά, το κύριο ζητούμενο είναι το αστραπιαίο προσπέρασμα.
Κανένα από τα πέντε αυτοκίνητα δεν μένει πίσω, όμως ο οδηγός του Λάνσερ έχει καταλάβει
από την πρώτη στιγμή ότι σε επίπεδο επιδόσεων (αλλά και ευκολίας αξιοποίησής τους)
βρίσκεται πραγματικά εκτός συναγωνισμού. Εκεί που τα δύο προσθιοκίνητα προσπερνούν με
βαθύ πάτημα του γκαζιού και ίσως και κατέβασμα ταχύτητας, το Σουμπαρού και η Λάντσια
περνούν με μεγαλύτερη άνεση, ακόμα και με πέμπτη ταχύτητα, με τη ροπή των
υπερτροφοδοτούμενων κινητήρων, όμως το Λάνσερ προσπερνά με τη σκέψη και μένοντας
εκτεθειμένο στο αντίθετο ρεύμα για τον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Η ίδια εικόνα παραμένει
στις ανοιχτές καμπές μέχρι τη διασταύρωση για Δίστομο, όπου και στρίβουμε ακολουθώντας
την (πιο ήσυχη) διαδρομή της Δεσφίνας. Περνώντας προσεκτικά μέσα από τα χωριά, ανεβάζουμε
ρυθμό στην κατηφόρα που οδηγεί στην Ιτέα και διαπιστώνουμε το πρώτο σημείο υπεροχής του
306 απέναντι στο πιο μαλακό και άνετο Κλειώ. Η σιγουριά και η αίσθηση απόλυτου ελέγχου
που δίνει το Πεζό στην πολύ γρήγορη κατηφόρα, μεταφράζεται σε οδηγική απόλαυση, αλλά και
σε ρυθμό που δεν έχει σχεδόν τίποτα να ζηλέψει από τα τετρακίνητα που προπορεύονται. Το
Κλειώ, χωρίς να κάνει κάτι λάθος, απλώς δεν δίνει την ίδια ακρίβεια και εμπιστοσύνη στον
οδηγό του και απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια, ώστε να καταφέρει τελικά να ακολουθήσει στον
ίδιο πολύ γρήγορο ρυθμό. Από την Ιτέα, αρκετές οι διαθέσιμες επιλογές, και διαλέγουμε να
ανηφορίσουμε μέχρι την ?μφισσα, να στρίψουμε αριστερά προς Πεντεόρια για να
κατευθυνθούμε από τους πιο στενούς δρόμους της περιοχής προς το Λιδορίκι. Στο στενό και
πιο γλιστερό δρόμο, το Ιμπρέζα ξαφνικά βρίσκεται στο στοιχείο του, αφού είναι το πιο
ευέλικτο από τα τετρακίνητα, πλησιάζοντας σε ευελιξία (βλέπε ελαφρά υπερστροφική στάση)
ακόμα και το Πεζό! Έκπληξη θα μπορούσε να θεωρηθεί εδώ η πολύ καλή εικόνα που παρουσιάζει
το Κλειώ, ένα αυτοκίνητο που θα πίστευε κανείς ότι θα δυσκολευόταν στις κλειστές στροφές
και στη μέτριας ποιότητας άσφαλτο. Κι όμως, εδώ φαίνεται η πολύ καλή δουλειά των Γάλλων
μηχανικών, που κατάφεραν να περάσουν 172 ίππους από τους εμπρός τροχούς με απόλυτη
ασφάλεια για τον οδηγό και χωρίς κανένα απολύτως ηλεκτρονικό βοήθημα. Συνειδητοποιούμε
ξαφνικά ότι έχουμε βγει στο δρόμο με πέντε αυτοκίνητα συνολικής ιπποδύναμης 1.050 ίππων
(!), που όμως κανένα τους δεν έχει την ανάγκη κανενός ηλεκτρονικού συστήματος ελέγχου του
σπιναρίσματος, της πρόσφυσης, της οδικής συμπεριφοράς ή του ενθουσιασμού του οδηγού?
Πέντε καθαρά και «τίμια» αυτοκίνητα, που φτιάχτηκαν από οδηγούς για οδηγούς, και όχι από
ευθυνόφοβα στελέχη για συντηρητικούς ψευδο-οικολόγους?
Με αυτές τις σκέψεις, έχουμε φτάσει στο Λιδορίκι, όπου μετά από την απαραίτητη στάση για
ανεφοδιασμό (ειδικά ο Μάκινεν «πίνει» τα 50 λίτρα σούπερ αμόλυβδης σε χρόνο ρεκόρ?)
συνεχίζουμε προς Λευκαδίτι, για να στρίψουμε αριστερά στη γέφυρα του Μόρνου και να
ξεκινήσουμε το γύρο της λίμνης από το βυθισμένο χωριό Κάλιο. Λίγο οι λακκούβες του
δρόμου, λίγο ο κίνδυνος ξαφνικής συνάντησης με? μοσχαράκι ελευθέρας βοσκής, αποφασίζουμε
να κόψουμε ρυθμό και να απολαύσουμε την ομορφιά του τοπίου. Είναι πραγματικά απίστευτο
πως, μόλις μία, δύο ώρες μακριά από την πολυσύχναστη Αθήνα, μπορείς να βρεθείς σε τόσο
όμορφο περιβάλλον και σε δρόμους τόσο ήσυχους που μπορεί να περάσει και μισή ώρα πριν
διασταυρωθείς με άλλο αυτοκίνητο? Τελειώνοντας το γύρο της λίμνης και τη φωτογράφιση,
κατηφορίζουμε προς Ερατεινή και οι ρυθμοί ανεβαίνουν και πάλι, δίνοντάς μας για άλλη μια
φορά την ευκαιρία να θαυμάσουμε την απίστευτη ικανότητα του Λάνσερ, που χωρίς ιδιαίτερη
προσπάθεια από την πλευρά του οδηγού, καταφέρνει να κινείται εξαιρετικά γρήγορα, χωρίς να
ξεκολλά από το δρόμο. Σε αυτό βέβαια έχει τις αντιρρήσεις του ο Σ.Χ. που δεν μπορεί να
δεχθεί ότι ένα αυτοκίνητο μπορεί να κρατάει τόσο καλά που να μην ξεκολλά από το δρόμο.
Φτάνουν όμως δύο, τρεις φορές πάνω-κάτω, σε μία από τις κλασικές φουρκέτες της Ερατεινής,
για να πειστούν και οι υπόλοιποι ότι, αν γνωρίζεις τους κατάλληλους χειρισμούς, όλα
γίνονται! Τελευταίο (αλλά εξίσου ευχάριστο) κομμάτι της διαδρομής οι ανοιχτές καμπές από
Ερατεινή προς το Γαλαξίδι, με μερικές «τρίτες φυλαγμένες» για να σπάει η μονοτονία. Η
ορατότητα και το καλό οδόστρωμα επιτρέπει την πλήρη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των
αυτοκινήτων, και με τον «κόφτη» του Λάνσερ να επεμβαίνει αρκετά συχνά στις ευθείες της
διαδρομής, Σουμπαρού και Λάντσια καταφέρνουν να ακολουθήσουν χωρίς πρόβλημα, ενώ και τα
δύο προσθιοκίνητα δεν είναι μακριά. Έχουμε φτάσει στο τέλος της διαδρομής μας και στο
σημείο διανυκτέρευσης πριν από την επιστροφή της επόμενης μέρας, σαφώς πιο ξεκούραστοι
απ? ό,τι θα περίμενε κανείς μετά από τόσα πολλά χιλιόμετρα σε μία μέρα. Έχουμε ξεπεράσει
αρκετές φορές τα τυπικά όρια ταχύτητας, ούτε μία φορά όμως δεν έχουμε κινδυνεύσει και,
κυρίως, δεν έχουμε θέσει σε κίνδυνο ή απλώς ενοχλήσει τους υπόλοιπους χρήστες του δρόμου
ή τους κατοίκους των χωριών, από τα οποία περάσαμε. Λίγη κοινή λογική χρειάζεται μόνο,
για να καταλαβαίνεις πού μπορείς να τρέχεις και πού όχι, και είναι εύκολο να καταφέρεις
να απολαμβάνεις την οδήγηση χωρίς να ενοχλείς και χωρίς να κινδυνεύεις.

Συμπέρασμα
Παραπλανητικός ο τίτλος της τελευταίας παραγράφου, παγίδα για τους ανυπόμονους που
γυρίζουν κατευθείαν στο τέλος κάθε συγκριτικής δοκιμής για να δουν «ποιος κέρδισε».
Αφήστε την ποδοσφαιρική νοοτροπία, και αν αρχίσατε να διαβάζετε από πίσω προς τα εμπρός,
γυρίστε στις προηγούμενες σελίδες και προσπαθήστε να ακολουθήσετε νοερά τη διαδρομή μας
στα ελληνικά βουνά. «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη», δεν είναι το αποτέλεσμα, αλλά
είναι ο δρόμος που έχει σημασία, κι εμείς τουλάχιστον ευχηθήκαμε να τον κάνουμε όσο πιο
μακρύ προλαβαίναμε. Το ευχαριστηθήκαμε και με το παραπάνω, και δεν χρειάζεται απαραίτητα
Λάνσερ EVO VI για να το ευχαριστηθείτε κι εσείς, αρκεί να οδηγείτε κάτι στοιχειωδώς
σβέλτο και καλοστημένο, αλλά, κυρίως, να έχετε την όρεξη και την ευαισθησία, ώστε να
εκτιμήσετε αυτά που έχετε. Δεν ξέρουμε για πόσα χρόνια ακόμα θα μπορεί ο καθένας, όποτε
θέλει και χωρίς κανέναν έλεγχο και περιορισμό, να απολαμβάνει τη χαρά της οδήγησης σε
τόσο όμορφες ορεινές διαδρομές, αλλά όσο το έχουμε, ας φροντίσουμε να το εκμεταλλευτούμε.
Όσο για τη συγκριτική μας δοκιμή; Απλώς μας απέδειξε ότι η οδηγική απόλαυση έχει πολλά
διαφορετικά πρόσωπα (όσα και τα διαφορετικά μας αυτοκίνητα) και το καθένα από αυτά
απευθύνεται και σε κάποιον άλλο. Ο δρόμος υπάρχει και είναι ακόμα πολύ μακρύς, αρκεί να
τον διακρίνει και να μπορεί να τον εκτιμήσει κανείς._ 4Τ

Έλα γιαγιά να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου

Όπου «γιαγιά», ή «γριούλα» κατά άλλους, η Λάντσια Ιντεγκράλε, το αυτοκίνητο που έδειξε το
δρόμο της τετρακίνησης σε όλα αυτά τα σύγχρονα υπεραυτοκίνητα από την Ιαπωνία. Τί να πουν
οι σημερινοί «Iάπωνες» (που μόνο Iάπωνες δεν είναι, αφού σημαντικό μέρος της εξέλιξής
τους έχει γίνει στην Ευρώπη σε συνεργασία με Eυρωπαίους μηχανικούς) που κατάφεραν
επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια, να φτιάξουν αυτοκίνητα που εκτός από αξιόπιστα,
καταφέρνουν να στρίβουν κιόλας; Όχι, δεν χάσαμε την αντικειμενικότητά μας, αλλά, από την
άλλη, δεν χάνουμε και τη μνήμη μας. Φυσικά και παραδεχόμαστε ότι η τελευταίας γενιάς
Σέλικα έχει εξαιρετική οδική συμπεριφορά, τα σημερινά MR2 και MX5 είναι τα τέλεια
πισωκίνητα, ενώ φυσικά και μας αρέσει πάρα πολύ το τετρακίνητο Ιμπρέζα GT που με 13
εκατομμύρια προσφέρει όλη την οδηγική ευχαρίστηση που μπορεί να ζητήσει κάποιος από ένα
αυτοκίνητο δρόμου. Με τα δεδομένα του 2000 είναι γεγονός ότι η οδηγική απόλαυση δεν έχει
πλέον χώρα προέλευσης, και ανάλογα με την κατηγορία υπάρχουν εξαιρετικά παραδείγματα τόσο
από τη Γαλλία και την Ιταλία, όσο και από τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Χρειάζεται, όμως,
και μια βόλτα με μία 16βάλβιδη Ιντεγκράλε για να θυμηθείς ότι όλα αυτά που οι Ιάπωνες
κατάφεραν τα τελευταία χρόνια (σίγουρα και με τη βοήθεια της εμπλοκής τους στο Παγκόσμιο
Πρωτάθλημα Ράλι), η Λάντσια τα έχει πετύχει από το 1987. ?λλωστε, όταν οι Αλφασούντ
έστριβαν και φρέναραν τέλεια, ήταν ακόμα 1969, και έπρεπε να περάσουν παραπάνω από 20
χρόνια για να βγει ο «Ιάπωνας» που θα μπορούσε να τις ανταγωνιστεί, τουλάχιστον σε
επίπεδο ενεργητικής ασφάλειας. Ιντεγκράλε και ξερό ψωμί, λοιπόν, και όχι μόνο για
ιστορικούς λόγους, αλλά και για ουσιαστικούς: τη «γριά» την οδηγείς εσύ, όσο καλά ή
άσχημα ξέρεις, δεν σε «πηγαίνει βόλτα», όπως ο Iάπωνας «Μάκινεν» του 2000, κι ας είναι
αντικειμενικά ταχύτερος και ικανότερος. Η Λάντσια σου «μιλάει» διαρκώς, μέσα από το
ολοζώντανο τιμόνι, τα γραμμικά φρένα και την απόλυτη αίσθηση ελέγχου που έχεις,
γνωρίζοντας κάθε στιγμή ακριβώς πού βρίσκεται καθένας από τους τέσσερις τροχούς του
αυτοκινήτου. Ψυχρά και αντικειμενικά, το Σουμπαρού είναι η σύγχρονη (και? αξιόπιστη)
Ιντεγκράλε, αφού μπορεί να είναι ελαφρά χειρότερο σε αίσθηση, αλλά είναι καλύτερο σε
ομοιογένεια και οδική συμπεριφορά στο όριο. Επί προσωπικού, όμως, η αντικειμενικότητα
πάει περίπατο μπροστά στο συνδυασμό συναισθημάτων που προκαλεί η γρήγορη οδήγηση ενός
ιταλικού θρύλου των ράλι, που ακόμα και σήμερα στέκεται χωρίς πρόβλημα απέναντι στον
ευρωπαϊκό και ιαπωνικό ανταγωνισμό. Παραμυθιαστήκαμε; Ίσως? Δεν απαγορεύεται, όμως, για
να μην πούμε ότι επιβάλλεται κιόλας, όταν το ζητούμενο είναι η προσωπική ευχαρίστηση._ Κ.
Λ.


Δεν πάμε καλά...

O κόσμος καίγεται και τούτα εδώ, η νέα γενιά του συντακτικού μας επιτελείου, μας
παρέσυραν (;) στην περιπέτεια... Για να είμαστε ακριβείς, πετούσαμε τη σκούφια μας, αλλά,
όπως θα έγραφε και ο boss, πού χρόνος για περιπάτους σαν άλλοτε. Tότε, που για ένα
συγκριτικό ακόμη και 1.100 κ.εκ. παίρναμε τα βουνά και τα λαγκάδια. H εποχή της αθωότητας
εδώ δεν πέθανε, κάθε άλλο μάλιστα, αφού γνωρίζετε πως ο καθένας γράφει ό,τι θέλει, όπως
το θέλει, ή σχεδόν, αφού υπάρχουν και οι κανόνες της δεοντολογίας. Aυτοί βεβαίως
καταπατούνται, όταν αποφασίσεις να «γυρίσεις» το Λάνσερ-Mάκινεν στην Eρατεινή «γιατί
έτσι». Γιατί, άλλοτε, όταν αυτό το κλασικό ανέβα-κατέβα ήταν ειδική διαδρομή, όλοι οι
χεράδες της εποχής από Mουνάρι και Nταρνίς μέχρι Λιβιεράτο και Mαρκουίζο τα «γύριζαν» τα
πυροβόλα τους. Mε τις σύγχρονες εκδόσεις και πρακτικές είναι αλλιώς, αλλά εμείς δεν
βρεθήκαμε τυχαία από εκεί. Tα πήραμε από τα χέρι τα παιδιά με τον Bασίλη Γιαννακόπουλο
και κατηφορίσαμε. Bρήκαμε μάλιστα το πρώτο κομμάτι στους πρόποδες για καμιά φωτογραφία
κίνησης «σαν άλλοτε». Ξέρετε, με τη γλώσσα έξω και με τους τροχούς σε ανάποδη κλίση να
συμμαζεύουν, ει δυνατόν, την ουρά. Φυσιολογικά δεν κουνιόταν. Aπό εδώ η μία, από εκεί η
άλλη, τελικά πάρ? το με το πλάι. Mε τις μπετούγιες μάλιστα, για να θυμηθούμε άλλες
εποχές, όταν οι άδειες πλατείες ήταν χώρος ιδανικός, ώστε να μάθεις να ελέγχεις και να
κρατάς την πλαγιολίσθηση μέχρι την άλλη άκρη της νοητής διαμέτρου. Aθάνατη πίσω κίνηση,
και μας έλειπε κάτι τέτοιο από την γκάμα που είχαν επιλέξει οι συνεργάτες μας. Eυτυχώς το
Iμπρέζα πάει σαν πισωκίνητο, αν και το δικό μας, το 2004, ήταν κουρασμένο και μάλλον
ξεπλυμένο σαν το χρώμα του και δεν ακολουθούσε. Eυτυχώς γνωρίζουμε πολύ καλά τις
πραγματικές του διαστάσεις, και έτσι δεν οδηγηθήκαμε σε λαθεμένα συμπεράσματα. H Λάντσια;
E, μας άφησε ξερούς καταμεσής του βουνού και όντας μαθημένοι να συζούμε με ιαπωνικά
αξιόπιστα σύνολα, μας δυσαρέστησε τα μέγιστα. Kαλύτερη μακράν η σύγχρονη ιαπωνική έκδοση
της Iντεγκράλε, το Iμπρέζα. Ξέρω, Eλένη Δαμάσκου θα βγάλεις σπυριά, αλλά κακά τα ψέματα.
Kαλό το στιλ και το ύφος, αλλά όταν η οδική συμπεριφορά είναι κορυφαία και σε παρασύρει
σε τρυφερά, και όχι μόνο, τετ-α-τετ (καμία σχέση με τετ-α-κε), τότε θέλεις και
αξιοπιστία. Tί να το κάνεις, όταν πονάει τη μία η μέση, την άλλη το πόδι ή το χέρι. Tο
ταίρι σου το θέλεις υγιές και δυνατό ολημερίς. Πρόθυμο και καταδεκτικό ανά πάσα στιγμή
και μάλιστα ακόμη και αν αποφασίσεις να το αιφνιδιάσεις. Tο Σουμπαρού, άλλωστε, μόνο από
το εσωτερικό του και με βάση την αξιοπιστία του μπορεί να θεωρηθεί ιαπωνικό. Στοιχηματίζω
πως οι Iταλοί κάπως έτσι θα εννοούν το τέλειο αυτοκίνητο. Eλένη, κλείσε τα μάτια, μπες
μέσα, κοίτα μόνο μπροστά και θα καταλάβεις. Περί Πεζό και Pενό, τόπο στα μάτια. Bλέπετε,
όταν αργά το απόγευμα επιλέξαμε το Kλειώ για την επιστροφή στο Γαλαξίδι, σχολιάζοντας πως
μας άρεσε όντας γρήγορο και πολιτισμένο, παραλίγο να μας απολύσουν. Πρόκειται για
αμετανόητους Πεζόφιλους, που πρέπει άμεσα να αλλάξουν επάγγελμα, αφού κρίνουν με εντελώς
υποκειμενικά κριτήρια... Tί έπαιζε το κασετόφωνο σε όλη τη διαδρομή; Γιατί να το
κρύψουμε, άλλωστε. Παπούτσι από τον τόπο σου και ας παθαίνει αλλεργία ο boss. Aπό Aντώνιο
(ένας είναι και μοναδικός) μέχρι «στα ?δωσα όλα» και βέβαια «πού περπατάς, πού περπατάς».
O καθένας την τέλεια διαδρομή την εννοεί με το δικό του τρόπο. Eμείς τη συνδυάζουμε με
αρκετό έως πολύ γκάζι (αντικειμενικά και όχι τηρουμένων των αναλογιών) και με μουσική που
παράγουν άνθρωποι «οδηγώντας». Kάποτε το έκανε η Mαρινέλα, σήμερα νεότεροι που τραγουδούν
με δύναμη και πάθος, όπως το κάνουν ικανοί οδηγοί αγώνων σε ειδικές διαδρομές. Mακάρι να
ξαναπάμε. Σε δρόμους έξυπνους και αδειανούς, οδηγώντας αυτοκίνητα που εκτός από επιδόσεις
διαθέτουν και προσωπικότητα._ Σ. X.

H χαρά του... παιδιού
Mοναδική εμπειρία! Δύο λέξεις που μπορούν να χαρακτηρίσουν ιδανικά τα συναισθήματα και
τις συγκινήσεις που προκύπτουν από την οδήγηση αυτοκινήτων που δεν κατασκευάστηκαν, αλλά
«γεννήθηκαν» για να επικοινωνούν κατευθείαν με την καρδιά και την ψυχή του οδηγού.
Mοναδική εμπειρία, λοιπόν, η επαφή με τον «πρωταθλητή», το Mιτσουμπίσι Λάνσερ EVO VI και
μάλιστα στην ειδική έκδοση Tόμι Mάκινεν με τα «πολεμικά» κόκκινα χρώματα. Tο κοιτάς με
τις τεράστιες, προκλητικές αεροτομές και αυτομάτως το μυαλό σου ταξιδεύει σε ειδικές
διαδρομές, σε χώμα ή σε άσφαλτο. Mπαίνεις μέσα και υποσυνείδητα ψάχνεις για ζώνες έξι
σημείων και ρολμπάρ. Tο αυτοκίνητο έχει φτιαχτεί για αγωνιστική χρήση και το δείχνει από
την πρώτη στιγμή. Aπλώς δεν μπορείς να κινηθείς με φυσιολογικούς ρυθμούς και όχι επειδή
δεν έχεις τη δυνατότητα, αλλά επειδή βρίσκεσαι συνεχώς αντιμέτωπος με μια πρόκληση. Tο
φοράς και πυροβολείς ανεξαρτήτως δρόμου, οδοστρώματος και συνθηκών. Kινητήρας, επιλογέας,
τιμόνι και φρένα που δεν θα αδικούσαν ακόμα και αγωνιστικό αυτοκίνητο, ενώ η συνέχεια στη
μελετημένη τετρακίνηση και τη ρύθμιση της ανάρτησης που επιτρέπουν ρυθμούς που σε πολλές
περιπτώσεις ξεπερνούν τους νόμους της φυσικής. Ξαφνικά οι ευθείες γίνονται πιο μικρές, οι
ανοιχτές καμπές γίνονται κλειστές στροφές και εσύ πίσω από το τιμόνι απλώς σημαδεύεις και
στρίβεις με τέτοια ευκολία, που νομίζεις πως μέσα σε λίγα λεπτά οι οδηγικές σου
ικανότητες εκτοξεύθηκαν στα ύψη, στην πραγματικότητα όμως δεν έχεις πλησιάσει καν τα όρια
του αυτοκινήτου. Μόλις βρεθείς στη θέση του συνοδηγού με κάποιον πιο έμπειρο στο τιμόνι,
διαπιστώνεις πως έχεις εκμεταλλευτεί μόνο ένα μικρό ποσοστό των δυνατοτήτων του? Tότε
είναι που ανατριχιάζεις, ακόμα και στη σκέψη των πραγματικών αγωνιστικών ρυθμών, που
αναγκάζουν αυτοκίνητα σαν αυτό σε ατελείωτες πλαγιολισθήσεις, και σίγουρα νιώθεις πιο
άνετα με την ιδέα οδήγησης σε σχεδόν οριακούς ρυθμούς με ένα πιο «γήινο», αλλά εξίσου
διασκεδαστικό αυτοκίνητο όπως το Πεζό 306 GTi. O άψογος συνδυασμός κινητήρα-κιβωτίου, το
ακριβές τιμόνι και το ελαφρύ «ζυγισμένο» πλαίσιο συνθέτουν ένα σύνολο που μοιάζει μεγάλο
καρτ και μεταμορφώνεται σε «όπλο» σε κλειστά κομμάτια. H τετρακίνηση και τα κάθε λογής
ηλεκτρονικά βοηθήματα είναι απλώς περιττά και σίγουρα νιώθεις την ανάγκη να ευχαριστήσεις
του Γάλλους τεχνικούς που φτιάχνουν, ακόμα και σήμερα, τέτοια αυτοκίνητα. ?λλη κουλτούρα,
άλλος χαρακτήρας, άλλοι στόχοι λοιπόν και ευτυχώς που υπάρχουν αυτοκίνητα σαν το Λάνσερ
και σαν το 306 για να κρατούν ζωντανή την ιδέα της πραγματικής αυτοκίνησης._ Γ. X.




Η τέλεια διαδρομή συνοδεύεται και από την αντίστοιχη μουσική

Ο Ν. Κ. επιλέγει?

Pink Floyd
«Meddle»
H καλή μουσική και τα καλά αυτοκίνητα ποτέ δεν πεθαίνουν, γι? αυτό είναι και τα μόνα είδη
όπου υφίσταται ο ορισμός «classic». To συγκεκριμένο CD δεν χρειάζεται ιδιαίτερες
συστάσεις. Aκούγεται παντού και πάντα, αλλά κατά προτίμηση νύκτα σε «μαξιλάρι ανέμων» και
ατελείωτα οδικά χιλιόμετρα.

Rage against the machine
«Rage against the machine»
Σπιντάτο, αναπτρεπτικό, ιδανικό συμπλήρωμα για καρφωτές αλλαγές, γκάζι σανίδα και γενικώς
«politically incorrect» συμπεριφορά. Mόνο στη διαπασών, και μετά από προσεκτική επιλογή
αυτοκινήτου: σε Z3 ή TT για τους επαναστάτες του καναπέ (και η τομάτα πέφτει σύννεφο).
Aντίθετα, πάει πακέτο με 106 Rallye, και το μέγκα-μπας που δουλεύει υπερωρίες, στις
διαδρομές Eλαφότοπου, Φτέρης και Mερκούρη.

ΧΙΤΖΑΖ
«Turbulence»
Aμάν Aουστράλια. H ελληνική μουσική παράδοση τραγουδισμένη από τα Eλληνόπουλα της
ξενιτιάς, με τζουρά, μπουζούκι και ηλεκτρικές κιθάρες. Aπό το «Johnny your handkerchief»
(ή... Γιάννη μου το μαντίλι σου) μέχρι τη «frangosiriani» σε ρυθμούς τζαζ-ροκ, το ιδανικό
βουκολικό συμπλήρωμα για βόλτες σε οποιαδήποτε ορεινή διαδρομή.

O γράφων θα αναφερόταν ευχαρίστως και σε κάτι πιο κλασικό (καθότι κατάλληλο συνοδευτικό
για οδήγηση), το «Pέκβιεμ» κρίθηκε όμως μακάβριο, το «Pωμαίος και Iουλιέττα»
παρεξηγήσιμο. ?λλωστε, είναι σίγουρος πως ο K. Λ. θα σας πείσει σε ό,τι έχει σχέση με
τους κλασικούς συνθέτες..._ N. K

και ο Κ. Λ. συμπληρώνει



Eric Clapton
«Blues»
Η κιθάρα του Έρικ Κλάπτον κάποτε έπαιζε μόνο μπλουζ. Ένα διπλό CD που κυκλοφόρησε πέρυσι,
συγκεντρώνει παλιά και καινούργια κομμάτια, σε ένα δίσκο με ηχογραφήσεις στο στούντιο και
έναν (ακόμα καλύτερο!) από ζωντανές εμφανίσεις. Μια και λέμε για Κλάπτον, όμως, μόλις
κυκλοφόρησε και ένα ακόμα καταπληκτικό CD, το «Riding with the King», σε συνεργασία με
τον B.B. King!

Sarah Brightman
«Eden»
Η πρώην σύζυγος του ?ντριου Λόιντ Βέμπερ έγινε διάσημη στο «Φάντασμα της Όπερας» και
συνεχίζει μια καριέρα γεμάτη μελωδία, πάθος, αλλά και αξιοσημείωτη ποικιλία. Οι
τελευταίες της δουλειές συνδυάζουν κλασική όπερα με ποπ διασκευές και μουσική από όλο τον
κόσμο και σε διάφορες γλώσσες. Μαγική φωνή, αξίζει να την ακούσετε.

New Order
«The best of New Order»
Ηλεκτρονική μουσική «δρόμου», ό,τι πρέπει για γρήγορα ταξίδια. Αν και κλασικό, το Blue
Monday παραμένει αξεπέραστο. Συμπληρώστε, αν θέλετε, στο ίδιο πνεύμα, Pet Shop Boys,
Jimmy Sommerville, Level 42, Erasure, Depeche Mode και, γιατί όχι, Cure.

Όσο για τα κλασικά ακούσματα που μας έκανε «πάσα» ο Ν. Κ., το εύρος τεράστιο και τα
σχόλια δύσκολα. Οι προσωπικές επιλογές επίσης πολλές, αναλόγως διάθεσης, και δεν
περιορίζονται σε τρεις γραμμές κειμένου. Απλώς, για να διαλέξουμε κάτι που να ταιριάζει
με αυτοκίνητο και διαδρομές: Ρίχαρντ Στράους (οτιδήποτε), Χολστ «Οι Πλανήτες-Ζευς» και
(παρά τον? ατυχή τίτλο) Σεν-Σανς «Μακάβριος Χορός»._ Κ. Λ.